- εγγράφω
- (AM ἐγγράφω)καταγράφω, καταχωρίζω σε μητρώο, κατάλογο κ.λπ. («ὁ μὲν τὸν υἱov ἔπεμψε Φιλίππῳ πρὶν εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι», Δημ.)μσν.1. χαρακτηρίζω2. παραχωρώ, μεταβιβάζωαρχ.1. χαράζω, κάνω εντομές2. σχεδιάζω, ζωγραφίζω μέσα ή πάνω σε κάτι3. χαράζω γράμματα, επιγραφή, γράφω κάπου4. καταγράφω στον νου, αποτυπώνω5. γράφω τα ονόματα τών οφειλετών τού δημοσίου6. γράφω κάποιον ως κατηγορούμενο στους καταλόγους τού δικαστηρίου, κατηγορώ, καταγγέλλω7. συγκαταλέγω, καταλογίζω8. χαρακτηρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.